Το 2004, ήμουν καθηγητής πληροφορικής σε ένα τεχνικό σχολείο της Καλαμάτας, ενώ παράλληλα αναλάμβανα και κάποια έργα web developing σαν freelancer. Ωραία χρόνια. Χαλαρή δουλειά το πρωί, και μια πιο ενδιαφέρουσα δουλειά με ελέυθερο ωράριο για να έχω ένα πολύ καλό εισόδημα.
Πίστευα τότε ότι είχα κάνει την καλύτερη επιλογή, και φυσικά το είχα πετύχει αυτό με την ευστροφία μου, αφού για να φτάσω εκεί είχα καταφέρει να μπω στην πιο δύσκολη σχολή της χώρας μου ανάμεσα σε χιλιάδες υποψηφίους. Μετά έδωσα εξετάσεις στον ΑΣΕΠ πάλι ανάμεσα σε 4 χιλιάδες υποψηφίους για να βγω μεσα στην πρώτη εικοσάδα και να έχω την πολυτέλεια να επιλέξω να διδάξω σε μία όμορφη πόλη όπως η Καλαμάτα.
Θεούλη μου, πόσο έξυπνος ήμουν, πραγματικό καμάρι της μάνας μου!
Τα παιδιά του τεχνικού
Στο τεχνικό σχολείο που δίδασκα, το επίπεδο των μαθητών ήταν πολύ χαμηλό. Παιδιά από λαϊκές τάξεις, με χαμηλό εισόδημα, και συνήθως από γονείς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Κάποια ευελπιστούσαν να μπουν σε κάποιο ΤΕΙ, κάποια να μάθουν μία εφαρμοσμένη τέχνη, όπως κομμωτική ή νοσηλευτική, και κάποια απλά περίμεναν να τελειώσουν το σχολείο χωρίς να ξέρουν τι θα κάνουν.
Σε αντίθεση με αυτό που περίμενα, ερχόμενος από την Αθήνα και γνωρίζοντας για τα τεχνικά σχολεία της Αθήνας, τα παιδιά στο τεχνικό λύκειο της Καλαμάτας, ήταν εξαιρετικοί χαρακτήρες και ευγενέστατα. Και με πολύ χιούμορ! Πραγματικά τα συμπαθούσα πολύ, και μερικά μάλιστα ήταν πολύ έξυπνα, και λυπόμουν για λογαριασμό τους που το περιβάλλον τους δεν θα τους επέτρεπε να αξιοποιήσουν το μυαλό τους όσο μπορούσαν.
Ο Χασάπης
Απέναντι από το σχολείο, υπήρχε ένα σαντουϊτσάδικο, το “Ποπάυ”. Εκεί οι μαθητές έτρωγαν σάντουιτς, γέμιζαν δύναμη και ερχόντουσαν για μάθημα με όρεξη — βασικά, χωρίς όρεξη, αφού μόλις είχαν φάει .
Μια μέρα, βγαίνοντας από το σχολείο, βλέπω στο “Ποπάυ” καμιά δεκαριά από τους μαθητές ενός τμήματος, κάτι μαντράχαλους μηχανολόγους, να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι, γεμάτο μπίρες. Πάνω από 40 άδεια μπουκάλια μπίρες πρέπει να ήταν. Φυσικά πήγα να κάνω την πλακίτσα μου σαν καθηγητής που σέβεται τον εαυτό του. “Καλώς τον δάσκαλο των ηλεκτρικών εγκεφάλων” μου είπαν για υποδοχή.
Αφου είπαμε δυο κουβέντες, πετάχτηκε ένας τύπος από την παρέα που δεν τον γνώριζα. Ένας αρκετά παχουλός τύπος, με φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση.
”Πόσα λεφτά βγάζεις ρε δάσκαλε το μήνα;”, μου λέει κοφτά χωρίς να συστηθεί
“Εφοριακος είσαι;”, του είπα
“Όχι χασάπης. Και βάζω στοίχημα πως όσα βγάζω εγώ σε ένα μήνα, εσύ δεν τα βγάζεις σε ένα χρόνο”
Τσιτώθηκα με τον κομπλεξάρα, αλλά ήμουν καθηγητής, έπρεπε να δείξω ψύχραιμος. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα πόσα βγάζει ένας χασάπης, αλλά για να το έλεγε, θα το είχε ψάξει το κωλόπαιδο. Οπότε έπρεπε να το παίξω αλλιώς.
“Εσύ πόσα βιβλία διαβάζεις το μήνα;” τον ρώτησα
“????”, κόμπιασε
“Βάζω στοίχημα ότι όσα βιβλία διαβάζω εγώ σε ένα μήνα, εσύ δεν τα διαβάζεις σε όλη σου τη ζωή”
Είχα νικήσει. Ήμουν σίγουρος. Το πνέυμα νίκησε την ύλη. Ο κόσμος των ιδεών είχε συντρίψει τον κόσμο του χρήματος.
Ο χασάπης ένιωσε χαζός, κοκκίνησε και δεν ήξερε τι να πει, ενώ η παρέα του τον ψιλοκοροϊδεψε. Φαινόμουν να τον έβαλα στη θέση του.
Ο έξυπνος βλάκας
Για καιρό περιέγραφα αυτό το περιστατικό σε γνωστούς, ψιλοκαμαρώνοντας πόσο ετοιμόλογος ήμουν, και πως έβαλα στη θέση του έναν αμόρφωτο τύπο που προσπάθησε να φανεί καμπόσος επειδή είχε χρήματα.
Μέχρι που μια μέρα ξύπνησα. Η απάντηση που είχα δώσει στον χασάπη, έπρεπε να τον κάνει να νιώσει ακόμα πιο έξυπνος, και όχι χαζός. Και εμένα, πιο βλάκα.
Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως, μελετούσα ρομποτική από τα 15 μου, σπούδασα μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ξεπερνούσα χιλιάδες ανθρώπων σε εξετάσεις, διάβαζα συνεχώς νέα βιβλία, για να βγάζω το 1/10 των χρημάτων που βγάζει ένας χασάπης σε ένα χωριό έξω από την Καλαμάτα.
Και μάλιστα, όταν ο χασάπης μου το λέει κατάμουτρα, εγώ να τον χλευάζω ότι αυτός δεν διαβάζει βιβλία. Φαντάσου να διάβαζε!
Ε, εδώ θα πεταχτούν οι υπερασπιστές του πνεύματος και θα πουν ότι ο πνευματικός πλούτος είναι ανώτερος από το χρήμα, και κάνει τον άνθρωπο πιο ολοκληρωμένο, ενώ ο αμόρφωτος χασάπης θα ζει μέσα σε έναν ρηχό κόσμο, μπλα μπλα μπλα.
Όχι αγαπητοί λάτρεις του πνεύματος. Το χρήμα, πέρα από μέσο συναλλαγής, “μετράει” τις ικανότητές μας σε αυτό τον κόσμο. Την ικανότητά μας να αμοιβόμαστε περισσότερο, δουλεύοντας λιγότερο, επειδή η δουλειά μας είναι περιζήτητη, χρήσιμη και δυσεύρετη. Εκτός βέβαια εάν κάποιος λόγω ιδεολογίας θέλει να δουλεύει χωρίς αμοιβή, ή αν έχει αποφασίσει πως θα αφήνει απλήρωτους λογαριασμούς και θα τρέφεται με αγριόχορτα που φυτρώνουν στις παρυφές του Λυκαβηττού.
Η μόρφωση είναι ένα φτηνό χόμπυ
Δεν είναι κακό να έχεις τρία πτυχία, δημοσιεύσεις, ερευνητικό έργο και άλλα πνευματικά επιτεύγματα. Να ξέρεις όμως ότι το κάνεις από χόμπυ. Να ξέρεις ότι στην αγορά, εκεί που η κυρα Σούλα θα πιάσει δυο ντομάτες στα χέρια της για να διελέξει την καλύτερη, ανταμοίβεται αυτός που είναι περισσότερο χρήσιμος στον κόσμο. Ο αμόρφωτος ποδοσφαιριστής που δεν ξέρει να γράψει το όνομά του, βγάζει σε ένα χρόνο όσα δε βγάζουν 10 μαθηματικοί σε μια ζωή, επειδή ο κόσμος τον χρειάζεται περισσότερο – ή, τον χρειάζεται περισσότερος κόσμος.
Κανείς δε σου χρωστάει ανταμοιβή επειδή αποφάσισες να διαβάζεις βιβλία, να δίνεις εξετάσεις και να παίρνεις πτυχία. Είσαι εσύ, που θα πρέπει αυτο το συγκριτικό πλεονέκτημα της μόρφωσης που έχεις, να βρεις τρόπο να το “πουλήσεις” στην κοινωνία, και αυτή θα σε ανταμείψει με χρήμα, άρα χρόνο, άρα καλοπέραση. Αλλά αυτό, το να “πουλήσεις” δηλαδή τον εαυτό σου σε υψηλή τιμή, προϋποθέτει πραγματική ευφυία, όχι μόρφωση.
Την επόμενη φορά που θα δεις έναν άξεστο βλάχο σε ένα τζιπ και θα πεις “Κοίτα κάτι ζώα που έχουν λεφτά”, προβληματίσου για τις ικανότητές σου. Γιατί, για να το λες αυτό, τα θες κι εσύ τα λεφτά, αλλά δεν κατάφερες να τα έχεις. Ενώ το “ζώο” τα κατάφερε