Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Γιατί “σηκώνει” το ποτό τσιγάρο – και το αντίστροφο



Όπως ξέρουν καλά οι καπνιστές, λαχταρούν περισσότερο τη νικοτίνη όταν πίνουν – και λαχταρούν περισσότερο ένα ποτό όταν καπνίζουν. Έως τώρα ήταν άγνωστο το γιατί, αλλά αμερικανοί επιστήμονες πιστεύουν ότι βρήκαν την αιτία.

Ερευνητές από το Κολέγιο Ιατρικής Μπέιλορ, στο Τέξας, ανακάλυψαν ότι οι ορμόνες του στρες και το κέντρο ευχαρίστησης του εγκεφάλου είναι υπεύθυνα γι’ αυτή τη διασταυρούμενη λαχτάρα.

Οι επιστήμονες μελέτησαν τη σχέση τσιγάρου και ποτού χορηγώντας νικοτίνη σε αρουραίους και προσφέροντάς τους στη συνέχεια αλκοόλ.

Όπως διαπίστωσαν, τα ζώα που είχαν εκτεθεί στη νικοτίνη έπιναν αλκοόλ πιο συχνά απ’ ό,τι άλλα ζώα τα οποία δεν είχαν εκτεθεί στην ουσία. Επιπλέον, η νικοτίνη αύξανε το ενδιαφέρον των ζώων για το αλκοόλ ακόμα και όταν τους το πρόσφεραν 15 ώρες μετά τη χορήγησή της.

Χρειάζονται όμως μόλις 90 λεπτά για να αποβληθεί η νικοτίνη από τον οργανισμό ενός αρουραίου – και αυτό υποδηλώνει ότι η ουσία αλλάζει την αντίδραση του εγκεφάλου στο αλκοόλ, ακόμα και όταν δεν βρίσκεται πλέον στο σώμα.

Η νικοτίνη, όμως, είχε μία ακόμα συνέπεια, αναφέρουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «Neuron»: επιβράδυνε την αντίδραση του κέντρου ευχαρίστησης του εγκεφάλου στο αλκοόλ που καταναλωνόταν.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όταν κάποιος πίνει αλκοόλ, διεγείρεται το μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου το οποίο παίζει ρόλο για την ανάπτυξη αισθημάτων ευχαρίστησης, επιβράβευσης, αλλά και εθισμού.

Το αλκοόλ τα κάνει όλ’ αυτά διεγείροντας τα επίπεδα μιας ουσίας που λέγεται ντοπαμίνη. Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός ήταν επιβραδυμένος μετά την έκθεση στην νικοτίνη, οπότε τα ζώα έπιναν πιο συχνά αλκοόλ για να νιώσουν ευχαρίστηση.

Για να συμβούν αυτές οι αντιδράσεις, όμως, η νικοτίνη αύξανε τα επίπεδα των ορμονών του στρες στον οργανισμό των ζώων.

Όλ’ αυτά σε συνδυασμό μεταξύ τους υποδηλώνουν πως όταν κάποιος καπνίζει και πίνει, χρειάζεται ολοένα μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ για να νιώσει ευχαρίστηση – και ίσως έτσι ανοίγει ο δρόμος για τον εθισμό, έγραψαν οι ερευνητές με επικεφαλής τον νευροεπιστήμονα δρα Τζων Α. Ντάνι.