Είναι ίσως το αντικείμενο που δεν λείπει από τις αποσκευές κανενός τουρίστα όταν ξεκινά τις καλοκαιρινές διακοπές του: οι σαγιονάρες. Φοριούνται σε όλο τον κόσμο και αποτελούν μία βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Για τους Ρομπ και Πολ Φόρκαν όμως, δύο αδέρφια από τη Βρετανία, είναι και μία ανάμνηση, μία κληρονομιά που τους άφησε η προσωπική τους τραγωδία. Γιατί από δύο ορφανά τα οποία άφησε πίσω του το τσουνάμι στη Σρι Λάνκα, μετατράπηκαν σε επιτυχημένοι επιχειρηματίες που έχουν παράλληλη φιλανθρωπική δράση.
Τα δύο αδέρφια μεγάλωσαν «στο δρόμο». Οι γονείς τους Κέβιν και Σάντρα Φόρκαν ήταν επιτυχημένοι επιχειρηματίες που κάποια στιγμή κουράστηκαν από τον τρόπο ζωής τους, πούλησαν το σπίτι τους και το 1999 άρχισαν να ταξιδεύουν δουλεύοντας για φιλανθρωπικές οργανώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Τα τέσσερα από τα έξι παιδιά τους ήταν μαζί τους, ανάμεσά τους ο Ρομπ και ο Πολ. Τα πάντα άλλαξαν όμως το 2004, όταν το τσουνάμι «χτύπησε» τη Σρι Λάνκα. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσά τους και οι γονείς τους. Ο Ρομπ, 17 ετών τότε, ο Πολ (15) και τα αδέρφια τους Μάτι (12) και Ρόζι (8) έμειναν μέσα σε μία στιγμή ορφανά, μόνα τους, σε μία ξένη χώρα. Χωρίς να έχουν πλέον τίποτα - ούτε καν χρήματα ή φαγητό - περπάτησαν σχεδόν 200 χλμ. για περίπου μία εβδομάδα ώσπου να φτάσουν στο Κολόμπο, όπου με τη βοήθεια της βρετανικής πρεσβείας κατάφεραν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
«Ήμασταν τυχεροί. Έχοντας ταξιδέψει τόσο πολύ ως παιδιά, πάντα βλέπαμε καταστάσεις που ήταν χειρότερες από τη δική μας», θυμάται ο Πολ για εκείνες τις ημέρες. «Αν ήμασταν απλά συνηθισμένοι τουρίστες, θα είχαμε δυσκολευτεί πολύ. Αλλά ως παιδιά είχαμε δουλέψει εθελοντικά σε ορφανοτροφεία, είχαμε δει πολύ άσχημα πράγματα, οπότε είχαμε σκληραγωγηθεί».
Ένα πρωί του 2010, ξυπνώντας έπειτα από ξενύχτι, ο Ρομπ μονολόγησε «το στόμα μου είναι ξερό... σαν σαγιονάρα του Γκάντι». Και έτσι, απροσδόκητα, προέκυψε η ιδέα. Άρχισαν λοιπόν να σχεδιάζουν πολύχρωμες σαγιονάρες, άλλαξαν ένα γράμμα από το όνομα «Γκάντι» προκειμένου να μη θεωρηθεί προσβολή και έπιασαν δουλειά. Και κάτι που ξεκίνησε από την κρεβατοκάμαρα δύο νεαρών, εξελίχθηκε σε εταιρεία που εκτιμάται ότι θα αξίζει περισσότερο από 1,5 εκ. δολάρια έως το 2014.
Δεν ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση. Οπως παραδέχθηκαν οι φίλοι τους που τους χλεύαζαν μέχρι πρόσφατα, διαπίστωσαν πως τα προϊόντα τους βρήκαν θέση στη βιτρίνα γνωστών καταστημάτων, ενώ αρκετοί διάσημοι άρχισαν να τα φοράνε.
Παράλληλα συνεχίζουν τη φιλανθρωπική δράση που είχαν οι γονείς τους. Δωρίζουν το 10% των κερδών τους για να βοηθήσουν παιδιά στην Ινδία, παρέχοντας σχολική ύλη και δασκάλους. Επιπλέον, η εταιρεία έχει δημιουργήσει τη δράση «Από ορφανά, για ορφανά». Στόχος των δύο αδερφών να ιδρύσουν ορφανοτροφεία σε αναπτυσσόμενες χώρες.
«Εμείς ήμασταν τυχεροί γιατί καταφέραμε να επιστρέψουμε στο δυτικό πολιτισμό όταν συνέβη η τραγωδία. Αλλά αν συμβεί κάτι στα παιδιά στις συγκεκριμένες χώρες, δεν έχουν καμία βοήθεια», εξηγούν.
Τα δύο αδέρφια μεγάλωσαν «στο δρόμο». Οι γονείς τους Κέβιν και Σάντρα Φόρκαν ήταν επιτυχημένοι επιχειρηματίες που κάποια στιγμή κουράστηκαν από τον τρόπο ζωής τους, πούλησαν το σπίτι τους και το 1999 άρχισαν να ταξιδεύουν δουλεύοντας για φιλανθρωπικές οργανώσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Τα τέσσερα από τα έξι παιδιά τους ήταν μαζί τους, ανάμεσά τους ο Ρομπ και ο Πολ. Τα πάντα άλλαξαν όμως το 2004, όταν το τσουνάμι «χτύπησε» τη Σρι Λάνκα. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσά τους και οι γονείς τους. Ο Ρομπ, 17 ετών τότε, ο Πολ (15) και τα αδέρφια τους Μάτι (12) και Ρόζι (8) έμειναν μέσα σε μία στιγμή ορφανά, μόνα τους, σε μία ξένη χώρα. Χωρίς να έχουν πλέον τίποτα - ούτε καν χρήματα ή φαγητό - περπάτησαν σχεδόν 200 χλμ. για περίπου μία εβδομάδα ώσπου να φτάσουν στο Κολόμπο, όπου με τη βοήθεια της βρετανικής πρεσβείας κατάφεραν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
«Ήμασταν τυχεροί. Έχοντας ταξιδέψει τόσο πολύ ως παιδιά, πάντα βλέπαμε καταστάσεις που ήταν χειρότερες από τη δική μας», θυμάται ο Πολ για εκείνες τις ημέρες. «Αν ήμασταν απλά συνηθισμένοι τουρίστες, θα είχαμε δυσκολευτεί πολύ. Αλλά ως παιδιά είχαμε δουλέψει εθελοντικά σε ορφανοτροφεία, είχαμε δει πολύ άσχημα πράγματα, οπότε είχαμε σκληραγωγηθεί».
Ένα πρωί του 2010, ξυπνώντας έπειτα από ξενύχτι, ο Ρομπ μονολόγησε «το στόμα μου είναι ξερό... σαν σαγιονάρα του Γκάντι». Και έτσι, απροσδόκητα, προέκυψε η ιδέα. Άρχισαν λοιπόν να σχεδιάζουν πολύχρωμες σαγιονάρες, άλλαξαν ένα γράμμα από το όνομα «Γκάντι» προκειμένου να μη θεωρηθεί προσβολή και έπιασαν δουλειά. Και κάτι που ξεκίνησε από την κρεβατοκάμαρα δύο νεαρών, εξελίχθηκε σε εταιρεία που εκτιμάται ότι θα αξίζει περισσότερο από 1,5 εκ. δολάρια έως το 2014.
Δεν ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση. Οπως παραδέχθηκαν οι φίλοι τους που τους χλεύαζαν μέχρι πρόσφατα, διαπίστωσαν πως τα προϊόντα τους βρήκαν θέση στη βιτρίνα γνωστών καταστημάτων, ενώ αρκετοί διάσημοι άρχισαν να τα φοράνε.
Παράλληλα συνεχίζουν τη φιλανθρωπική δράση που είχαν οι γονείς τους. Δωρίζουν το 10% των κερδών τους για να βοηθήσουν παιδιά στην Ινδία, παρέχοντας σχολική ύλη και δασκάλους. Επιπλέον, η εταιρεία έχει δημιουργήσει τη δράση «Από ορφανά, για ορφανά». Στόχος των δύο αδερφών να ιδρύσουν ορφανοτροφεία σε αναπτυσσόμενες χώρες.
«Εμείς ήμασταν τυχεροί γιατί καταφέραμε να επιστρέψουμε στο δυτικό πολιτισμό όταν συνέβη η τραγωδία. Αλλά αν συμβεί κάτι στα παιδιά στις συγκεκριμένες χώρες, δεν έχουν καμία βοήθεια», εξηγούν.